Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀγριελαίας, τάς


Ερμηνεία:

 [αιτ. πληθ. η αγριελαία, της αγριελαίας (η αγριοελιά, η αγριλιά). Ελιά που παράγει μικρούς και πολύ πικρούς καρπούς)]  



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) αγρός (εκτός πόλεως) <άγριος, -η, -ον (αυτός που δεν έχει εξημερωθεί, επί ανθρώπων θηριώδης, σκληρός, απάνθρωπος + < (Όμηρ.) ελαίη < ελαία (το ιερό δένδρο της Αθηνάς)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ  ...[Ο έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: